ψευδώνυμα

ψευδώνυμα
ψευδώνυμος
under a false name
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλκαίος, Θεόδωρος — (Μυτιλήνη 1785 – Άργος 1833).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού Θ. Μεϊμάρογλου (χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μυτιληναίος και Λέσβιος). Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, όταν Έλληνες πατριώτες του Βουκουρεστίου ίδρυσαν εκεί ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • ανάγραμμα ή αναγραμματισμός — Η μετάθεση των γραμμάτων των λέξεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγονται άλλες λέξεις με διαφορετική σημασία. Η επινόηση του α. ανάγει την εμφάνισή της στους αλεξανδρινούς χρόνους και γνώρισε μεγάλη διάδοση την περίοδο του Μεσαίωνα. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… …   Dictionary of Greek

  • Βιάν, Μπορίς — (Boris Vian, Βιλ ντ’ Αβρέ, Παρίσι 1920 – 1959). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και μουσικός. Ο Β. επηρεάστηκε σημαντικά από τη νέα αμερικανική λογοτεχνία και τον υπερρεαλισμό, αν και η δική του γραφή ήταν πιο… …   Dictionary of Greek

  • Ζαννίδης, Δημήτριος — (Ερμούπολη Σύρου 1937 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είναι γνωστός και με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Ζ. Δημητρίου και Δ. Υδραίος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου (τμήμα σκηνοθεσίας). Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης …   Dictionary of Greek

  • Θάκερεϊ, Γουίλιαμ Μέικπις — (William MakepeaceThackeray, Καλκούτα 1811 – Λονδίνο 1863). Άγγλος συγγραφέας. Σε ηλικία 4 ετών έχασε τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Τον έστειλαν για σπουδές στην Αγγλία, πρώτα στο Λονδίνο… …   Dictionary of Greek

  • Κονδυλάκης, Ιωάννης — (Βιάννος Κρήτης 1862 – Ηράκλειο 1920). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γυμνασιακές σπουδές του στην Κρήτη και στην Αθήνα προχώρησαν άτακτα και ανώμαλα. Σε ηλικία 23 ετών, «μυστακοφόρος και σοβαρός», όπως αναφέρει θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Λάρα, Μαριάνο Χοσέ ντε- — (Mariano José de Larra, Μαδρίτη 1809 – 1837). Ισπανός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός εξόριστου βοναπαρτιστή γιατρού και πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, όπου ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές του Διαφωτισμού και του κλασικισμού. Η ζωή του… …   Dictionary of Greek

  • Λόουζι, Τζόζεφ — (Joseph Losey, Γουισκόνσιν 1909 – 1984). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και κριτικός του κινηματογράφου. Μολονότι ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική και φιλολογία στο Χάρβαρντ, πολύ σύντομα αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην τέχνη. Αφορμή… …   Dictionary of Greek

  • Μπαμπέφ, Φρανσουά Νοέλ, ο επονομαζόμενος Γράκχος — (Francois Noel Babeuf, Σεν Κεντέν 1760 – Βαντόμ 1797). Γάλλος θεωρητικός και επαναστάτης. Με περιορισμένη τυπική μόρφωση, άσκησε στη νεότητά του διάφορα επαγγέλματα, ενδιαφερόταν όμως πάντα για τα κοινωνικά προβλήματα. Έτσι, συνέταξε ένα ευρύτατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”